- ἀμφορεύς
- ἀμφορεύςjarmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφορεύς — ἀμφορεύς ( έως), ο (Α) βλ. αμφορέας … Dictionary of Greek
ἀμφορεῖς — ἀμφορεύς jar masc acc pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆ — ἀμφορεύς jar masc nom/voc/acc dual ἀμφορεύς jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆς — ἀμφορεύς jar masc nom pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορέων — ἀμφορεύς jar masc gen pl ἀμφορέω̆ν , ἀμφορεύς jar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῖ — ἀμφορεύς jar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦ — ἀμφορεύς jar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσι — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσιν — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆας — ἀμφορεύς jar masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)